Η αποκόλληση του πλακούντα μια σοβαρή αλλά ευτυχώς όχι τόσο συνηθισμένη επιπλοκή της εγκυμοσύνης. Είναι ο διαχωρισμός του πλακούντα από το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας, πριν την γέννηση του μωρού. Συνήθως συμβαίνει στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αλλά μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή μετά την 20η εβδομάδα κύησης. Επηρεάζει περίπου 1 στις 120 εγκύους και αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου.
Η αποκόλληση μπορεί να είναι μερική ή πλήρης, ενώ μπορεί να συμβαίνει σταδιακά κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή να εκδηλωθεί ακαριαία. Ανάλογα λοιπόν με την περίπτωση, τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν. Όταν η αποκόλληση γίνεται αιφνίδια, το πρώτο σύμπτωμα είναι συνήθως η κολπική αιμορραγία. Η ποσότητα του αίματος που χάνετε δεν είναι πάντα ενδεικτική της σοβαρότητας της κατάστασης. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιες φορές αίμα παγιδεύεται ανάμεσα στη μήτρα και τον πλακούντα, με αποτέλεσμα η έγκυος να βλέπει λίγες σταγόνες αίματος ή και καθόλου, ενώ η αποκόλλησή είναι εκτεταμένη.
Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι:
Αν η αποκόλληση συμβαίνει σταδιακά, προειδοποιητικά σημάδια είναι:
Ο πλακούντας είναι ένα όργανο που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της μήτρας κατά την εγκυμοσύνη. Μέσω του πλακούντα το έμβρυο εξασφαλίζει το οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την ανάπτυξη του, ενώ αποβάλει άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού του, ώστε αυτά να μην συσσωρεύονται στην κυκλοφορία του. Ο πλακούντας είναι ισχυρά προσκολλημένος στο εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και το έμβρυο συνδέεται με αυτόν μέσω του ομφάλιου λώρου. Φυσιολογικά, ο πλακούντας διαχωρίζεται από την μήτρα μετά την γέννηση του μωρού. Αν ο διαχωρισμός γίνει πριν, τότε μιλάμε για αποκόλληση πλακούντα. Η αποκόλληση διακόπτει την παροχή οξυγόνου και θρεπτικών στοιχείων προς το έμβρυο, ενώ ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής αιμορραγία για τη μητέρα και το έμβρυο.
Τις περισσότερες φορές, είναι άγνωστο τι ακριβώς προκαλεί την αποκόλληση του πλακούντα από την μήτρα. Ωστόσο, υπάρχουν καταστάσεις που έχουν αποδειχθεί ότι αυξάνουν την πιθανότητα αποκόλλησης του πλακούντα. Σε αυτές ανήκουν:
Ο γιατρός θα διαγνώσει την αποκόλληση βασιζόμενος:
Γενικά δεν υπάρχει κάποια αγωγή που θα μπορούσε να προκαλέσει ‘’επανασυγκόληση΄΄ του πλακούντα. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το βαθμό της αποκόλλησης, την εβδομάδα κύησης και την κατάσταση της μητέρας και του εμβρύου. Γενικά, όσο μικρότερη είναι η αποκόλληση και όσο πιο κοντά στο τέλος την εγκυμοσύνης βρισκόμαστε, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος για τη μητέρα και το έμβρυο.
Αν και δεν μπορούμε πάντα να προλάβουμε μια πιθανή αποκόλληση, υπάρχουν βήματα που μπορούμε να ακολουθήσουμε ώστε να μειώσουμε την πιθανότητα να συμβεί. Αρχικά ακολουθούμε έναν υγιή τρόπο ζωής, απέχοντας από το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ και την χρήση απαγορευμένων ουσιών. Φοράμε πάντα ζώνη κατά τις μετακινήσεις μας με οχήματα και δεν κάνουμε δραστηριότητες που αυξάνουν την πιθανότητα τραυματισμού μας. Ακόμη, ελέγχουμε αυστηρά την αρτηριακή μας πίεση και ενημερώνουμε τον γυναικολόγο μας για την πιθανή αποκόλληση πλακούντα σε προηγουμένη εγκυμοσύνη, ώστε να παρακολουθούμαστε πιο στενά.