Η βακτηριδιακή μόλυνση κόλπου χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη μερικών βακτηριδίων, όπως Gardnella vaginalis, Gardnella mobiluncus. Τα μικρόβια αυτά βρίσκονται συνήθως στον κόλπο και δεν δημιουργούν μόλυνση όταν το ποσοστό τους είναι πολύ μικρό. Σε ειδικές καταστάσεις όταν αλλάζει η χλωρίδα του κόλπου τότε παρουσιάζεται αύξηση του αριθμού τους στον κόλπο και δημιουργούν μόλυνση. Είναι η πιο συχνή μόλυνση, περίπου το 60% από τις κολπίτιδες. Συνήθως την συναντάμε σε σεξουαλικά ενεργές γυναίκες.
Περισσότερο από το 70% των γυναικών, έχουν στη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου τους την G. vaginalis χωρίς να δημιουργεί μόλυνση. Η βακτηριδιακή μόλυνση, προκαλείται από αλλαγή της ισορροπίας στα υγρά του κόλπου. Ο γαλλακτοβάκιλος, μεταβολίζει το γλυκογόνο του κόλπου σε γαλακτικό οξύ. Έτσι διατηρείται το PH χαμηλό και προστατεύεται, φυσικά, ο κόλπος από την ανάπτυξη άλλων μικροβίων. Όταν διαταραχθεί αυτή η ισορροπία, αναπτύσσονται άλλα μικρόβια, που προϋπήρχαν σε μικρό αριθμό στον κόλπο, όπως Bacteroides sp, Peptostreptococcus sp, Gardnerella vaginalis, G. mobiluncus, Mycoplasma hominis. Αυτή η ανάπτυξη των μικροβίων δημιουργεί συμπτώματα.
Η καταστροφή του γαλακτοβάκιλου και η διαταραχή της ισορροπίας του κόλπου δημιουργείται από:
Η βακτηριδιακή μόλυνση μπορεί να συνοδεύεται από οξεία κοιλιακή μόλυνση ή χρόνια.
Σε περίπτωση εγκυμοσύνης, έκτοπη (εξωμήτρια) κύηση, πρόωρο τοκετό, μικρού βάρους νεογνά.
Η διάγνωση συνήθως γίνεται από την υφή των υγρών και τη μυρωδιά. Στη γυναικολογική εξέταση μπορεί να δούμε από τον τράχηλο να βγαίνει μια χαρακτηριστική έκκριση. Η καλλιέργεια θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση και θα αποκλείσει άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
Τοπικά αντιβιοτικά (αλοιφές ή κολπικά υπόθετα), ή συστηματικά (χάπια) που περιέχουν μετρονιδαζόλη, συνήθως συνταγογραφούνται. Στις τοπικές θεραπείες, μπορεί να έχουμε, κατά την τοποθέτησή τους, ερεθισμό ή κάψιμο. Συνήθως δίνουμε θεραπεία και στο σύντροφο.